καμήλεια

καμήλεια
καμήλειος
of a camel
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καμήλειος — καμήλειος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. ειος (πρβλ. βουβάλ ειος, δελφίν ειος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”